- ὀποκάλπασον
- ὀπο-κάλπᾰσον, τό,A Hotai, an acrid kind of myrrh, Balsamodendron Playfairii, ib.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οποκάλπασον — ὀποκάλπασον, τὸ (Α) το βαλσαμόδεντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κάλπασος, άλλος τ. τής λ. κάρπασος, η «είδος λεπτού λιναριού, βαμβάκι»] … Dictionary of Greek
ὀποκάλπασον — Hotai neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀποκαλπάσου — ὀποκάλπασον Hotai neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οποκαλπαθίζω — ὀποκαλπαθίζω (Α) [οποκάλπασον] μυρίζω όπως το οποκάλπασον, δηλ. το βαλσαμόδεντρο … Dictionary of Greek